ομότοιχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομότοιχος | η | ομότοιχη | το | ομότοιχο |
| γενική | του | ομότοιχου | της | ομότοιχης | του | ομότοιχου |
| αιτιατική | τον | ομότοιχο | την | ομότοιχη | το | ομότοιχο |
| κλητική | ομότοιχε | ομότοιχη | ομότοιχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομότοιχοι | οι | ομότοιχες | τα | ομότοιχα |
| γενική | των | ομότοιχων | των | ομότοιχων | των | ομότοιχων |
| αιτιατική | τους | ομότοιχους | τις | ομότοιχες | τα | ομότοιχα |
| κλητική | ομότοιχοι | ομότοιχες | ομότοιχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομότοιχος < αρχαία ελληνική ὁμότοιχος < ὁμοῦ + τοῖχος
Επίθετο
ομότοιχος, -η, -ο
- (λόγιο) που χωρίζεται με κοινό τοίχο με κάποιον άλλον, με μεσοτοιχία
- → δείτε τη λέξη γειτονικός
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) για ναύτη που είναι ενταγμένος σε ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη
Μεταφράσεις
ομότοιχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.