μεσοτοιχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσοτοιχία οι μεσοτοιχίες
      γενική της μεσοτοιχίας των μεσοτοιχιών
    αιτιατική τη μεσοτοιχία τις μεσοτοιχίες
     κλητική μεσοτοιχία μεσοτοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσοτοιχία < μεσότοιχος + -ία < μεσο- + τοίχος + -ία

Ουσιαστικό

μεσοτοιχία θηλυκό

  1. τοίχος που είναι κοινός ανάμεσα σε δύο οικοδομές
  2. εσωτερικός τοίχος μιας οικοδομής
     συνώνυμα: μεσότοιχος
  3. (αργκό): στενή σχέση, ιδιαίτερη σχέση, (στη γλώσσα των κακοποιών)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.