ενταγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενταγμένος | η | ενταγμένη | το | ενταγμένο |
| γενική | του | ενταγμένου | της | ενταγμένης | του | ενταγμένου |
| αιτιατική | τον | ενταγμένο | την | ενταγμένη | το | ενταγμένο |
| κλητική | ενταγμένε | ενταγμένη | ενταγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενταγμένοι | οι | ενταγμένες | τα | ενταγμένα |
| γενική | των | ενταγμένων | των | ενταγμένων | των | ενταγμένων |
| αιτιατική | τους | ενταγμένους | τις | ενταγμένες | τα | ενταγμένα |
| κλητική | ενταγμένοι | ενταγμένες | ενταγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εντάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.