τοιχαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τοιχαρχία | οι | τοιχαρχίες |
| γενική | της | τοιχαρχίας | των | τοιχαρχιών |
| αιτιατική | την | τοιχαρχία | τις | τοιχαρχίες |
| κλητική | τοιχαρχία | τοιχαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοιχαρχία < (ελληνιστική κοινή) τοίχαρχος + -ία
Ουσιαστικό
τοιχαρχία θηλυκό
- (ναυτικός όρος, παρωχημένο) τμήμα του πληρώματος ενός (πολεμικού) πλοίου, που εκ περιτροπής εκτελεί τις υπηρεσίες και τις εργασίες στο πλοίο
Μεταφράσεις
τοιχαρχία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.