δισταγμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δισταγμός οι δισταγμοί
      γενική του δισταγμού των δισταγμών
    αιτιατική τον δισταγμό τους δισταγμούς
     κλητική δισταγμέ δισταγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισταγμός < (ελληνιστική κοινή) < διστάζω

Ουσιαστικό

δισταγμός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.