ὄκνος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄκνος οἱ ὄκνοι
      γενική τοῦ ὄκνου τῶν ὄκνων
      δοτική τῷ ὄκν τοῖς ὄκνοις
    αιτιατική τὸν ὄκνον τοὺς ὄκνους
     κλητική ! ὄκνε ὄκνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄκνω
γεν-δοτ τοῖν  ὄκνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄκνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὄκνος, -ου αρσενικό

  1. αμφισβήτηση
  2. απραξία
  3. δισταγμός

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα με ὀκν-

  • ἀνόκνως
  • ἀοκνία
  • ἄοκνος
  • ἀποκνέω
  • ἀπόκνησις
  • ἀποκνητέον
  • ἀποκνητέος
  • διοκνέω
  • δύσοκνος
  • κατοκνέω
  • ὀκνάδραστον
  • ὀκναλέος
  • ὀκνέω
  • ὀκνηρεύω
  • ὀκνηρία
  • ὀκνηρός
  • ὄκνησις
  • ὀκνητέον
  • ὀκνώδης
  • πολύοκνος
  • ὑπεροκνέομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.