ὄκνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ὄκνος | οἱ | ὄκνοι |
| γενική | τοῦ | ὄκνου | τῶν | ὄκνων |
| δοτική | τῷ | ὄκνῳ | τοῖς | ὄκνοις |
| αιτιατική | τὸν | ὄκνον | τοὺς | ὄκνους |
| κλητική ὦ! | ὄκνε | ὄκνοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄκνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὄκνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ὄκνος < → λείπει η ετυμολογία
Παράγωγα
παράγωγα & σύνθετα με ὀκν-
- ἀνόκνως
- ἀοκνία
- ἄοκνος
- ἀποκνέω
- ἀπόκνησις
- ἀποκνητέον
- ἀποκνητέος
- διοκνέω
- δύσοκνος
- κατοκνέω
- ὀκνάδραστον
- ὀκναλέος
- ὀκνέω
- ὀκνηρεύω
- ὀκνηρία
- ὀκνηρός
- ὄκνησις
- ὀκνητέον
- ὀκνώδης
- πολύοκνος
- ὑπεροκνέομαι
Πηγές
- ὄκνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄκνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.