blason
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- blason, αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανόφωνου
Προφορά
- ΔΦΑ : /bla.zɔ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| blason | blasons |
.svg.png.webp)
το οικόσημο της πόλης Écouen
blason (fr) αρσενικό
- το οικόσημο
- η οικοσημολογία
- → δείτε τη λέξη héraldique
- τραβέρσα που ενώνει τα μπροστινά « πόδια » ενός καθίσματος
- (λογοτεχνία) ποίημα που περιγράφει λεπτομερώς, με σατυρικό ή εγκωμιαστικό τρόπο, το χαρακτήρα και τα προτερήματα ενός ατόμου, αντικειμένου, κλπ.
Συγγενικά
-
blason στη γαλλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.