burdel
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
burdel
(es)
οίκος ανοχής
,
μπορντέλο
Πολωνικά
(pl)
Ετυμολογία
burdel
(pl)
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈburdɛl
/
ⓘ
Ουσιαστικό
burdel
(pl)
αρσενικό
(
χυδαίο
)
το
μπουρδέλο
με τις έννοιες
ο
οίκος ανοχής
η
ακαταστασία
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.