ξύλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ξῠλ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | ξύλον | τὰ | ξύλᾰ | |
| γενική | τοῦ | ξύλου | τῶν | ξύλων | |
| δοτική | τῷ | ξύλῳ | τοῖς | ξύλοις | |
| αιτιατική | τὸ | ξύλον | τὰ | ξύλᾰ | |
| κλητική ὦ! | ξύλον | ξύλᾰ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξύλω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ξύλοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξύλον (ξῠλον) ουδέτερο
- αττικός τύπος : σύλον, σύλινος
Εκφράσεις
- ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἄν ἀπάγξασθαι: αν είναι ανάγκη να κρεμαστεί κάποιος, ας κρεμαστεί από κανένα καλό και αξιόλογο δέντρο!
- λίθοι καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως ἐρριμμένα
Συγγενικά
- ξυλο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξυλο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ξυλ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
όπως ενδεικτικά
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ξύλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξύλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.