ξυλοσοφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλοσοφία οι ξυλοσοφίες
      γενική της ξυλοσοφίας των ξυλοσοφιών
    αιτιατική την ξυλοσοφία τις ξυλοσοφίες
     κλητική ξυλοσοφία ξυλοσοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλοσοφία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ξυλοσοφία < αρχαία ελληνική ξύλον + φιλοσοφία

Ουσιαστικό

ξυλοσοφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.