ἐξακούω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐξακούω {ἐξᾰκούω}
- ακούω από μεγάλη απόσταση
- πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν ἀπὸ Σκαμάνδρου γῆν καταφθατουμένη (Αισχύλος, Ευμενίδες, 397 @greek-language.gr)
- ακούω κάτι σαν συνέπεια
- ἐρεῖς μὲν οὐχὶ νῦν γέ μ᾽ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῦ τάδ᾽ ἐξήκουσ᾽ ὕπο (αυτή τη φορά δεν μπορείς να πεις ότι έκανα κάτι για να προκαλέσω τέτοια λόγια από εσένα) (Σοφοκλής, Ηλέκτρα, 552 @greek-language.gr)
- αντιλαμβάνομαι σε συγκεκριμένη έννοια
Αναφορές
- ἐξακούω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.