νεράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεράκι | τα | νεράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | νεράκι | τα | νεράκια |
| κλητική | νεράκι | νεράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεράκι < νερ(ό) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
νεράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του νερό: το νερό σε λόγο που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα, φροντίδα για τον άλλο κ.λπ
Εκφράσεις
- ξέρω / λέω το μάθημα νεράκι: γνωρίζω πολύ καλά και μπορώ να το πω απέξω χωρίς κανένα πρόβλημα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νερό
νεράκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.