ξεύρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεύρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεύρω  και δείτε την ετυμολογία στο μεσαιωνικό ξέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεύρω

Ρήμα

ξεύρω

  • (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ξέρω



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξεύρω <  δείτε τη λέξη ξέρω

Ρήμα

ξεύρω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.