νταβατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νταβατζής οι νταβατζήδες
      γενική του νταβατζή των νταβατζήδων
    αιτιατική τον νταβατζή τους νταβατζήδες
     κλητική νταβατζή νταβατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νταβατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική davacı[1] (μηνυτής, κατήγορος & διεκδικητής) < dava (δίκη), είτε κατ' άλλη άποψη < tavcı (κατεργάρης, απατεώνας, λωποδύτης)[2] με ηχηροποίηση [t] > [d]. Με την κατάληξη -cı + > -τζής.

Προφορά

ΔΦΑ : /da.vaˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νταβατζής

Ουσιαστικό

νταβατζής αρσενικό και νταβάς, ντάβα

Συνώνυμα

Συγγενικά

επώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νταβατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.