μηνυτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηνυτής οι μηνυτές
      γενική του μηνυτή των μηνυτών
    αιτιατική τον μηνυτή τους μηνυτές
     κλητική μηνυτή μηνυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηνυτής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μηνυτής αρσενικό(θηλυκό μηνύτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.