διεκδικητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διεκδικητής οι διεκδικητές
      γενική του διεκδικητή των διεκδικητών
    αιτιατική τον διεκδικητή τους διεκδικητές
     κλητική διεκδικητή διεκδικητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκδικητής < διεκδικώ, διεκδικη- + -τής. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική διεκδικητής.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ek.ði.ciˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεκδικητής

Ουσιαστικό

διεκδικητής αρσενικό (θηλυκό διεκδικήτρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διεκδικητής < (διεκδικῶ) διεκδικη- + -τής

Ουσιαστικό

διεκδικητής αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.