λαχτάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαχτάρα | οι | λαχτάρες |
| γενική | της | λαχτάρας | — | |
| αιτιατική | τη | λαχτάρα | τις | λαχτάρες |
| κλητική | λαχτάρα | λαχτάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαχτάρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λακτάρα, λαχτάρα < *λακτ- + -άρα κατά το τρομάρα [1]
- Ή,[2] < επιρρηματικός αναδρομικός σχηματισμός για τη μεσαιωνική ελληνική λαχταρίζω / λαχταρῶ < αρχαία ελληνική λακτίζω (κλοτσάω)
Ουσιαστικό
λαχτάρα θηλυκό
- η έντονη επιθυμία
- ↪ έχω λαχτάρα να σε δω
- το πρόσωπο ή πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο έντονης επιθυμίας
- ↪ είσαι η λαχτάρα μου
- η αναμονή με συναισθηματική φόρτιση
- ↪ περίμενε με λαχτάρα τα αποτελέσματα των εξετάσεων
- ο μεγάλος φόβος, η ταραχή που ακολουθεί ένα ξαφνικό γεγονός
- ↪ πέρασα μεγάλη λαχτάρα με την ασθένειά του
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
η αναμονή με συναισθηματική φόρτιση
Αναφορές
- λαχτάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λαχτάρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.