νοσταλγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοσταλγός οι νοσταλγοί
      γενική του νοσταλγού των νοσταλγών
    αιτιατική τον νοσταλγό τους νοσταλγούς
     κλητική νοσταλγέ νοσταλγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοσταλγός < νοσταλγία + -ός (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /no.stalˈɣos/

Ουσιαστικό

νοσταλγός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.