ἄλγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἀλγεσ | |||||
| ονομαστική | τὸ | ἄλγος | τὰ | ἄλγη - ἄλγεᾰ | |
| γενική | τοῦ | ἄλγους - ἄλγεος | τῶν | ἀλγῶν - ἀλγέων | |
| δοτική | τῷ | ἄλγει - ἄλγεῐ̈ | τοῖς | ἄλγεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | ἄλγος | τὰ | ἄλγη - ἄλγεα | |
| κλητική ὦ! | ἄλγος | ἄλγη - ἄλγεα | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄλγει - ἄλγεε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλγοῖν - ἀλγέοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἄλγος < πιθανόν από το ἀλέγω (α αθροιστικό + λέγω)
Ουσιαστικό
ἄλγος ουδέτερο
Συγγενικά
- ἀλγεινός (που προξενεί πόνο) παραθετικά: ἀλγίων, ἄλγιστος
- ἀλγέω
- ἀλγηρός
- ἀλγινόεις
- ἀλγύνω
- ἀλγηδών-όνος
- ἄλγημα
- ἄλγησις
αν όντως συνάπτεται προς το ἀλέγω:
Σύνθετα
- ἀλγεσίδωρος (που προκαλεί πόνο)
- ἀλγεσίθυμος (που πληγώνει την καρδιά)
- νοσταλγία
Πηγές
- ἄλγος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄλγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.