ἄλγος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀλγεσ
ονομαστική τὸ ἄλγος τὰ ἄλγη - ἄλγε
      γενική τοῦ ἄλγους - ἄλγεος τῶν ἀλγῶν - ἀλγέων
      δοτική τῷ ἄλγει - ἄλγεῐ̈ τοῖς ἄλγεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄλγος τὰ ἄλγη - ἄλγεα
     κλητική ! ἄλγος ἄλγη - ἄλγεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄλγει - ἄλγεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλγοῖν - ἀλγέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄλγος < πιθανόν από το ἀλέγω (α αθροιστικό + λέγω)

Ουσιαστικό

ἄλγος ουδέτερο

  1. πόνος
  2. βάσανο
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α. Ἀθηνᾶς παραίνεσις πρὸς Τηλέμαχον.), στίχ. 4
    ... πολλὰ δ' ὅ γ' ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ...
  3. ό,τι προκαλεί πόνο

Συγγενικά

αν όντως συνάπτεται προς το ἀλέγω:

  • ἀλεγεινός (αλγεινός, δυσάρεστος)
  • ἀλεγίζω (φροντίζω, μεριμνώ)
  • ἀλεγύνω (προετοιμάζω, επιμελούμαι, δειπνώ με άλλους)

Σύνθετα

  • ἀλγεσίδωρος (που προκαλεί πόνο)
  • ἀλγεσίθυμος (που πληγώνει την καρδιά)
  • νοσταλγία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.