νιφάδα
Νέα ελληνικά (el)

Χιονονιφάδες, Wilson Bentley, 1902

δύο βάζα με νιφάδες δημητριακών
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νιφάδα | οι | νιφάδες |
| γενική | της | νιφάδας | των | νιφάδων |
| αιτιατική | τη | νιφάδα | τις | νιφάδες |
| κλητική | νιφάδα | νιφάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νιφάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νιφάς από την αιτιατική σε -άδα
Προφορά
- ΔΦΑ : /niˈfa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νι‐φά‐δα
Ουσιαστικό
νιφάδα θηλυκό
- (μετεωρολογία) μικροί (0.25 - 13 χιλιοστά) κρύσταλλοι με συνήθως εξάκτινη αστεροειδή μορφή από τους οποίους αποτελείται το χιόνι
- ※ Ένα από τα πιο απρόσμενα στοιχεία που αποκάλυψαν οι χιλιάδες φωτογραφίες είναι ότι οι χιονονιφάδες έχουν και αυτές χιλιάδες σχήματα -ουσιαστικά θα μπορούσε να πει κάποιος ότι καμία δεν μοιάζει με την άλλη ενώ ο εξαγωνικός κρύσταλλος που όλοι έχουμε συνδυάσει απόλυτα με το χιόνι αποτελεί... μειονότητα, όπως επισημαίνει ο καθηγητής. «Ξέρετε, για μένα αυτή είναι μια μεγάλη ανακάλυψη και όταν μιλάω με άλλους ερευνητές και εκείνοι εκπλήσσονται εξίσου με την τόσο μεγάλη ποικιλία των νιφάδων» λέει. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- ≈ συνώνυμα: χιονονιφάδα
- (μεταφορικά, γαστρονομία) κομματάκια διαφόρων τροφίμων ή καρπών (δημητριακά, καλαμπόκι κ.ά.) που μοιάζουν με νιφάδες
- ※ Ένα φλιτζάνι νιφάδες βρώμης, για παράδειγμα, περιέχει 8 γραμμάρια φυτικές ίνες ενώ η αντίστοιχη ποσότητα νιφάδων καλαμποκιού περιέχει μόλις 0,5 γραμμάρια γι' αυτό και μια μερίδα βρώμης (40 γραμμάρια) μπορεί να καλύψει το 15% της ποσότητας φυτικών ινών που πρέπει να προσλαμβάνει ο ανθρώπινος οργανισμός σε ημερήσια βάση. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.