χιονονιφάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χιονονιφάδα | οι | χιονονιφάδες |
| γενική | της | χιονονιφάδας | των | χιονονιφάδων |
| αιτιατική | τη | χιονονιφάδα | τις | χιονονιφάδες |
| κλητική | χιονονιφάδα | χιονονιφάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιονονιφάδα < χιονο- + νιφάδα. (μαρτυρείται από το 1895) χιονονιφάς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.no.niˈfa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐νι‐φά‐δα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
