νιφάς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νῐφᾰδ-
ονομαστική νιφάς αἱ νιφάδες
      γενική τῆς νιφάδος τῶν νιφάδων
      δοτική τῇ νιφάδ ταῖς νιφάσῐ(ν)
& νιφάδεσσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νιφάδ τὰς νιφάδᾰς
     κλητική ! νιφάς νιφάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νιφάδε
γεν-δοτ τοῖν  νιφάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιφάς < νιφ-, μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε στο νείφω (νίφω) + -άς

Ουσιαστικό

νιφάς, -άδος θηλυκό

  1. (μετεωρολογία) νιφάδα, χιονονιφάδα
  2. (μεταφορικά) βροχή, καταιγιστική πτώση πραγμάτων (όπως από πέτρες)
  3. (επιθετικοποιημένο) αντίστοιχο του θηλυκού νιφόεσσα

  • νίφα (αιτιατική αμάρτυρου *νίψ)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.