νῆστις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

νῆστις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νῆστις αρσενικό ή θηλυκό

  1. νηστικός

Ουσιαστικό

νῆστις αρσενικό

  1. είδος λαίμαργου ψαριού

Ουσιαστικό

νῆστις θηλυκό

  1. το τμήμα του λεπτού εντέρου από τον δωδεκαδάχτυλο μέχρι τον ειλεό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.