νήχω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

νήχω, μέσο: νήχομαι


  • δωρικός τύπος: νάχω
  • επικός τύπος: παρατ. νῆχον
  • επικός τύπος: παρατ. γ' ενικ. νῆχε
  • επικός τύπος: παρατ. μέση φωνή νήχοντο

Συγγενικά

  • ἀερονηχής
  • ἁλινηχής
  • ἀνανήχομαι
  • ἀντινήχομαι
  • ἀπονήχομαι
  • διανήχομαι
  • εἰσνήχομαι
  • ἐκνήχομαι
  • ἐννήχομαι
  • ἐπινήχομαι
  • κατανήχομαι
  • νηχαλέος
  • νηχεῖον
  • παρανήχομαι
  • περινήχομαι
  • προνήχομαι
  • προσνήχομαι
  • συμπαρανήχομαι
  • συνδιανήχομαι
  • συνεπινήχομαι
  • συννήχομαι
  • ὑπονήχομαι

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.