νεόπλουτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεόπλουτη οι νεόπλουτες
      γενική της νεόπλουτης των νεόπλουτων
    αιτιατική τη νεόπλουτη τις νεόπλουτες
     κλητική νεόπλουτη νεόπλουτες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεόπλουτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου νεόπλουτος

Ουσιαστικό

νεόπλουτη θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νεόπλουτος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.