νεφρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεφρός | οι | νεφροί |
| γενική | του | νεφρού | των | νεφρών |
| αιτιατική | τον | νεφρό | τους | νεφρούς |
| κλητική | νεφρέ | νεφροί | ||
| Πληθυντικός και όπως στο ουδέτερο γένος: νεφρά | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

οι νεφροί του ανθρώπινου σώματος
Ετυμολογία
- νεφρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφρός.[1] Συγκρίνετε με το ουδέτερο νεφρό.
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈfɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐φρός
Ουσιαστικό
νεφρός αρσενικό
- (ανατομία) το καθένα από τα δύο όργανα του σώματος του ανθρώπου και άλλων ζώων που επιτελούν τον καθαρισμό του αίματος από τα τοξικά κατάλοιπα του μεταβολισμού και την παραγωγή των ούρων
- Tον νεφρό χοίρου μεταμόσχευσαν σε ασθενή Αμερικανοί επιστήμονες, για πρώτη φορά στην ιστορία της ιατρικής, χωρίς το ανοσοποιητικό της σύστημα να τον απορρίψει άμεσα. Το εγχείρημα συνιστά σημαντική εξέλιξη και ενδεχομένως να λύσει το οξύ πρόβλημα έλλειψης ανθρώπινων μοσχευμάτων. (* εφημερίδα Καθημερινή, 21.10.2021)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νεφρό
Μεταφράσεις
νεφρός
|
Αναφορές
- νεφρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | νεφρός | οἱ | νεφροί |
| γενική | τοῦ | νεφροῦ | τῶν | νεφρῶν |
| δοτική | τῷ | νεφρῷ | τοῖς | νεφροῖς |
| αιτιατική | τὸν | νεφρόν | τοὺς | νεφρούς |
| κλητική ὦ! | νεφρέ | νεφροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεφρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | νεφροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεφρός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
νεφρός, -οῦ αρσενικό
- (ανατομία) νεφρός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De natura ossium, 4, @scaife.perseus
- Αὗται δὲ αἱ φλέβες ἐφ’ ἑκάτερα διχῇ τὰ μέγιστα σχίζονται, τὰ μὲν ἔνθεν τοῦ νεφροῦ ἑκατέρου, τὰ δὲ ἔνθεν, καὶ διατέτρηνται ἐς τοὺς νεφρούς. Καὶ εἶδος καρδίης οἱ νεφροὶ ἔχουσι· καὶ οὗτοι κοιλιώδεες·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Τίμαιος, 91a (91a-91b) @scaife.perseus
- τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον, ᾗ διὰ τοῦ πλεύμονος τὸ πῶμα ὑπὸ τοὺς νεφροὺς εἰς τὴν κύστιν ἐλθὸν καὶ τῷ πνεύματι θλιφθὲν συνεκπέμπει δεχομένη, συνέτρησαν εἰς τὸν ἐκ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὸν αὐχένα καὶ διὰ τῆς ῥάχεως μυελὸν συμπεπηγότα, ὃν δὴ σπέρμα ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις εἴπομεν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1280 (1279-1280)
- ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
- Απ᾽ τους πολλούς αγώνες τα νεφρά μου | πρήστηκαν· πρέπει στο λουτρό να πάω.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De natura ossium, 4, @scaife.perseus
- (στη μαγειρική κατ' ευφημισμόν) οι όρχεις
- (μεταφορικά) η έδρα των επιθυμιών και των διαθέσεων
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιερεμίας, 11.20, @scaife.perseus
- Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιερεμίας, 11.20, @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἐπινεφρίδιος
- νέφρησις
- νεφριαῖος
- νεφρικός
- νεφρίον: υποκοριστικό του νεφρός
- νεφρίτης
- νεφριτικός
- νεφρῖτις
- νεφροειδής
- νεφρώδης
- περίνεφρος
Πηγές
- νεφρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεφρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.