νεφρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεφρός οι νεφροί
      γενική του νεφρού των νεφρών
    αιτιατική τον νεφρό τους νεφρούς
     κλητική νεφρέ νεφροί
Πληθυντικός και όπως στο ουδέτερο γένος: νεφρά
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οι νεφροί του ανθρώπινου σώματος

Ετυμολογία

νεφρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεφρός.[1] Συγκρίνετε με το ουδέτερο νεφρό.

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈfɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νεφρός

Ουσιαστικό

νεφρός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεφρός οἱ νεφροί
      γενική τοῦ νεφροῦ τῶν νεφρῶν
      δοτική τῷ νεφρ τοῖς νεφροῖς
    αιτιατική τὸν νεφρόν τοὺς νεφρούς
     κλητική ! νεφρέ νεφροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεφρώ
γεν-δοτ τοῖν  νεφροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεφρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νεφρός, -οῦ αρσενικό

  1. (ανατομία) νεφρός
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De natura ossium, 4, @scaife.perseus
    Αὗται δὲ αἱ φλέβες ἐφ’ ἑκάτερα διχῇ τὰ μέγιστα σχίζονται, τὰ μὲν ἔνθεν τοῦ νεφροῦ ἑκατέρου, τὰ δὲ ἔνθεν, καὶ διατέτρηνται ἐς τοὺς νεφρούς. Καὶ εἶδος καρδίης οἱ νεφροὶ ἔχουσι· καὶ οὗτοι κοιλιώδεες·
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 91a (91a-91b) @scaife.perseus
    τὴν τοῦ ποτοῦ διέξοδον, ᾗ διὰ τοῦ πλεύμονος τὸ πῶμα ὑπὸ τοὺς νεφροὺς εἰς τὴν κύστιν ἐλθὸν καὶ τῷ πνεύματι θλιφθὲν συνεκπέμπει δεχομένη, συνέτρησαν εἰς τὸν ἐκ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὸν αὐχένα καὶ διὰ τῆς ῥάχεως μυελὸν συμπεπηγότα, ὃν δὴ σπέρμα ἐν τοῖς πρόσθεν λόγοις εἴπομεν·
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 1280 (1279-1280)
    ἐγὼ μὲν οὖν εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι· | ὑπὸ τῶν κόπων γὰρ τὼ νεφρὼ βουβωνιῶ.
    Απ᾽ τους πολλούς αγώνες τα νεφρά μου | πρήστηκαν· πρέπει στο λουτρό να πάω.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  2. (στη μαγειρική κατ' ευφημισμόν) οι όρχεις
  3. (μεταφορικά) η έδρα των επιθυμιών και των διαθέσεων
      3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ιερεμίας, 11.20, @scaife.perseus
    Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου.

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.