ανοσοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανοσοποιητικός | η | ανοσοποιητική | το | ανοσοποιητικό |
| γενική | του | ανοσοποιητικού | της | ανοσοποιητικής | του | ανοσοποιητικού |
| αιτιατική | τον | ανοσοποιητικό | την | ανοσοποιητική | το | ανοσοποιητικό |
| κλητική | ανοσοποιητικέ | ανοσοποιητική | ανοσοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανοσοποιητικοί | οι | ανοσοποιητικές | τα | ανοσοποιητικά |
| γενική | των | ανοσοποιητικών | των | ανοσοποιητικών | των | ανοσοποιητικών |
| αιτιατική | τους | ανοσοποιητικούς | τις | ανοσοποιητικές | τα | ανοσοποιητικά |
| κλητική | ανοσοποιητικοί | ανοσοποιητικές | ανοσοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.