νεφριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφριτικός η νεφριτική το νεφριτικό
      γενική του νεφριτικού της νεφριτικής του νεφριτικού
    αιτιατική τον νεφριτικό τη νεφριτική το νεφριτικό
     κλητική νεφριτικέ νεφριτική νεφριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφριτικοί οι νεφριτικές τα νεφριτικά
      γενική των νεφριτικών των νεφριτικών των νεφριτικών
    αιτιατική τους νεφριτικούς τις νεφριτικές τα νεφριτικά
     κλητική νεφριτικοί νεφριτικές νεφριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεφριτικός < ελληνιστική κοινή νεφριτικός < νεφρός

Επίθετο

νεφριτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.