νεφρίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεφρίτης | οι | νεφρίτες |
| γενική | του | νεφρίτη | των | νεφριτών |
| αιτιατική | τον | νεφρίτη | τους | νεφρίτες |
| κλητική | νεφρίτη | νεφρίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-275493.jpg.webp)
Νεφρίτης
Ετυμολογία
- νεφρίτης (μαρτυρείται από το 1869)[1] < αρχαία ελληνική νεφρῖτις
Προφορά
- ΔΦΑ : /neˈfɾi.tis/
Ουσιαστικό
νεφρίτης αρσενικό
- ορυκτό του ασβεστίου του μαγνησίου και του πυριτίου, με χημικό τύπο Ca2(Mg, Fe)5Si8O22(OH)2, γνωστό για τη χρήση του στην αρχαιότητα ως ημιπολύτιμος λίθος. Μαζί με τον ιαδεΐτη, αποκαλούνται «ίασπις»
-
νεφρίτης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 696, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.