μεταβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταβολισμός | οι | μεταβολισμοί |
| γενική | του | μεταβολισμού | των | μεταβολισμών |
| αιτιατική | τον | μεταβολισμό | τους | μεταβολισμούς |
| κλητική | μεταβολισμέ | μεταβολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métabolisme < αρχαία ελληνική μεταβάλλω < μετά + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.ta.vo.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐βο‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
μεταβολισμός αρσενικό
- (βιολογία) το σύνολο των βιοχημικών αντιδράσεων που πραγματοποιούνται στα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών
Συγγενικά
- αντιμεταβολίτης
- μεταβολίζω
- μεταβολικός
- μεταβολισμένος
- μεταβολίτης
- → δείτε τις λέξεις μεταβάλλω, μετά και βάλλω
Μεταφράσεις
μεταβολισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.