νερουλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νερουλός | η | νερουλή | το | νερουλό |
| γενική | του | νερουλού | της | νερουλής | του | νερουλού |
| αιτιατική | τον | νερουλό | τη | νερουλή | το | νερουλό |
| κλητική | νερουλέ | νερουλή | νερουλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νερουλοί | οι | νερουλές | τα | νερουλά |
| γενική | των | νερουλών | των | νερουλών | των | νερουλών |
| αιτιατική | τους | νερουλούς | τις | νερουλές | τα | νερουλά |
| κλητική | νερουλοί | νερουλές | νερουλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νερουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερουλός < νερ(όν) + -ουλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.ɾuˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ρου‐λός
Επίθετο
νερουλός, -ή, -ό
Συγγενικά
- ανερούλιαστος
- απονερουλιάζω
- απονερουλιασμένος
- βαλτονερουλιάζω
- νερουλάδα
- νερουλιάζω
- νερούλιασμα
- νερουλιασμένος
- νερουλιαστός
- νερουλιάστρα
- νερουλιάρης
- νερουλιάρικος
- Νερουλός (επώνυμο)
- νερουλότητα
→ και δείτε τη λέξη νερό
Μεταφράσεις
νερουλός
|
Πηγές
- νερουλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- νερουλός < νερ(όν) + -ουλός
Πηγές
- νερουλός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.