ρευστότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρευστότητα | οι | ρευστότητες |
| γενική | της | ρευστότητας | των | ρευστοτήτων |
| αιτιατική | τη | ρευστότητα | τις | ρευστότητες |
| κλητική | ρευστότητα | ρευστότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾefˈsto.ti.ta/
Ουσιαστικό
ρευστότητα θηλυκό
- η ιδιότητα των ρευστών (υγρών και αερίων) σωμάτων να κινούνται και να μεταβάλλουν το σχήμα τους
- η ιδιότητα μιας κατάστασης που είναι ρευστή, ασταθής, που βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή
- (οικονομία) η ύπαρξη του αναγκαίου χρήματος σε μετρητά
- ※ Mε αμείωτο ρυθμό συνεχίστηκε και τον Ιούνιο η μείωση των χορηγήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με αποτέλεσμα η αγορά να έχει στεγνώσει από ρευστότητα. (εφ. Ελευθεροτυπία, 25/7/2014)
- ※ Η αγορά πάσχει από χαμηλή ρευστότητα.
- η αστάθεια
- ※ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αντιμετώπησαν οικονομικά προβλήματα και ρευστότητα στις αποικίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.