πλαδαρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλαδαρός | η | πλαδαρή | το | πλαδαρό |
| γενική | του | πλαδαρού | της | πλαδαρής | του | πλαδαρού |
| αιτιατική | τον | πλαδαρό | την | πλαδαρή | το | πλαδαρό |
| κλητική | πλαδαρέ | πλαδαρή | πλαδαρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλαδαροί | οι | πλαδαρές | τα | πλαδαρά |
| γενική | των | πλαδαρών | των | πλαδαρών | των | πλαδαρών |
| αιτιατική | τους | πλαδαρούς | τις | πλαδαρές | τα | πλαδαρά |
| κλητική | πλαδαροί | πλαδαρές | πλαδαρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλαδαρός < αρχαία ελληνική πλαδαρός (νερουλός) < πλάδος (υγρασία)
Επίθετο
πλαδαρός
- ο χαλαρός, ο αγύμναστος
- πλαδαρή κοιλιά
- (μεταφορικά) που δεν έχει δυνατή συνοχή
- πλαδαρός λόγος
Συγγενικά
- πλαδαρά (πλαδαρώς)
- πλαδαρότητα (πλαδαρότης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.