νεραϊδοπαρμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
νεραϊδοπαρμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του νεραϊδοπαρμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του νεραϊδοπαρμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.