αρτιγενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτιγενής η αρτιγενής το αρτιγενές
      γενική του αρτιγενούς* της αρτιγενούς του αρτιγενούς
    αιτιατική τον αρτιγενή την αρτιγενή το αρτιγενές
     κλητική αρτιγενή(ς) αρτιγενής αρτιγενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτιγενείς οι αρτιγενείς τα αρτιγενή
      γενική των αρτιγενών των αρτιγενών των αρτιγενών
    αιτιατική τους αρτιγενείς τις αρτιγενείς τα αρτιγενή
     κλητική αρτιγενείς αρτιγενείς αρτιγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρτιγενής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αρτιγενής

  1. νεογέννητος, αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, νεότοκος
  2. νεοσύστατος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.