ναυτικό μίλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ναυτικός μίλι τα ναυτικά μίλια
      γενική του ναυτικού μιλίου των ναυτικών μιλίων
    αιτιατική το ναυτικός μίλι τα ναυτικά μίλια
     κλητική ναυτικός μίλι ναυτικά μίλια
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυτικό μίλι <  δείτε τις λέξεις ναυτικός και μίλι

Πολυλεκτικός όρος

ναυτικό μίλι ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, μονάδα μέτρησης) θαλάσσιων αποστάσεων, με μήκος που ισούται με 1.852 μέτρα
    συντομογραφία: ν.μ.

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.