δίαρμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίαρμα | τα | διάρματα |
| γενική | του | διάρματος | των | διαρμάτων |
| αιτιατική | το | δίαρμα | τα | διάρματα |
| κλητική | δίαρμα | διάρματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίαρμα < αρχαία ελληνική δίαρμα < διαίρω < διά + αἴρω
Ουσιαστικό
δίαρμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, λόγιο) τα ναυτικά μίλια που έχει διανύσει κάποιο πλοίο σε ορισμένο χρόνο
Μεταφράσεις
δίαρμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.