μεσημβρινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεσημβρινός η μεσημβρινή το μεσημβρινό
      γενική του μεσημβρινού της μεσημβρινής του μεσημβρινού
    αιτιατική τον μεσημβρινό τη μεσημβρινή το μεσημβρινό
     κλητική μεσημβρινέ μεσημβρινή μεσημβρινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεσημβρινοί οι μεσημβρινές τα μεσημβρινά
      γενική των μεσημβρινών των μεσημβρινών των μεσημβρινών
    αιτιατική τους μεσημβρινούς τις μεσημβρινές τα μεσημβρινά
     κλητική μεσημβρινοί μεσημβρινές μεσημβρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεσημβρινός < αρχαία ελληνική μεσημβρινός < μεσημβρία

Επίθετο

μεσημβρινός, -ή, -ό

  1. που αφορά τη μεσημβρία ή το μεσημέρι
     συνώνυμα: μεσημεριανός
  2. που βλέπει, βρίσκεται ή στρέφεται προς τον νότο
     συνώνυμα: νότιος

Συγγενικά

Ουσιαστικό

ο πρώτος μεσημβρινός της Γης (2) σε σχηματική παράσταση

μεσημβρινός αρσενικό

  1. ο μέγιστος νοητός κύκλος της υδρογείου που ενώνει τους δύο πόλους της
  2. (ειδικότερα) το παραπάνω ημικύκλιο της υδρογείου που προσδιορίζει το γεωγραφικό μήκος
 αντώνυμα: παράλληλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μεσημβρινός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μεσημβρινός (δωρικός τύπος: μεσαμβρινός)

  1. μεσημβρινός
    • μεσημεριανός
    • νότιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.