θαλασσοπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλασσοπορία | οι | θαλασσοπορίες |
| γενική | της | θαλασσοπορίας | των | θαλασσοποριών |
| αιτιατική | τη | θαλασσοπορία | τις | θαλασσοπορίες |
| κλητική | θαλασσοπορία | θαλασσοπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θαλασσοπορία < θαλασσοπόρ(ος) + -ία. Αναλύεται σε θαλασσο- + -πορία (από την αρχαία ελληνική πόρος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θa.la.so.poˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λασ‐σο‐πο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
θαλασσοπορία θηλυκό
- θαλάσσιο ταξίδι, πορεία πάνω στη θάλασσα
- ※ ὁ πατέρας καὶ ὁ γιός, ἕνα μαγιάτικο πρωινό, ἐπιβιβαστήκανε, στὸ Λίβερπουλ, στὸ ὑπερωκεάνιο Κούβα, τῆς Ἑταιρίας Cunard, καὶ ξεκινήσανε γιὰ τὴ μεγάλη θαλασσοπορία. (Γιώργος Θεοτοκάς, Η ανακάλυψη της Αμερικής από τα Ελληνικά Γράμματα, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 623 (15 Ιουνίου 1953), τόμ. 53, σελ. 889)
Μεταφράσεις
θαλασσοπορία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.