θαλασσοπορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλασσοπορία οι θαλασσοπορίες
      γενική της θαλασσοπορίας των θαλασσοποριών
    αιτιατική τη θαλασσοπορία τις θαλασσοπορίες
     κλητική θαλασσοπορία θαλασσοπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοπορία < θαλασσοπόρ(ος) + -ία. Αναλύεται σε θαλασσο- + -πορία (από την αρχαία ελληνική πόρος)

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.so.poˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλασσοπορία

Ουσιαστικό

θαλασσοπορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.