μίλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίλι τα μίλια
      γενική του μιλίου των μιλίων
    αιτιατική το μίλι τα μίλια
     κλητική μίλι μίλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίλι < μεσαιωνική ελληνική μίλι(ν) / μίλιον < ελληνιστική κοινή μίλιον < λατινική milia passus[1]

Ουσιαστικό

μίλι ουδέτερο (παλιότερη γραφή και μίλλιο)

  1. (φυσική) μονάδα μήκους (απόστασης) στην ξηρά, ίση με 1.609,344 μέτρα
  2. (ναυτικός όρος) μονάδα μήκους (απόστασης) στη θάλασσα (το ναυτικό μίλι) ίση με 1.852 μέτρα, σε μέσο βόρειο και νότιο πλάτος.
  3. (παρωχημένο) (σε βυζαντινά γραπτά) το μίλι αντιστοιχούσε σε 1.800 μέτρα
  4. στον πληθυντικό (μίλια) χρησιμοποιείται αορίστως για τις πολύ μεγάλες αποστάσεις
    Είναι μίλια μακριά, βαριέμαι να περπατήσω μέχρι εκεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. χίλια βήματα», με την έννοια όμως των δύο βημάτων και όχι του ενός, αφού για τους Λατίνους το passus ήταν και μονάδα μήκους ίση περίπου με 1,48 μ. ή με κατά προσέγγιση 5 πόδια.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.