λεύγα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Κάθε λεξικό δίνει ελαφρά διαφορετική απόσταση και ή 1/20 ή 1/26 μοίρας μεσημβρινού για ... Ας ξαναγίνουν οι ορισμοί από γνώστη του θέματος. User:Sarri.greek 12:21, 23 Μαΐου 2020 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεύγα οι λεύγες
      γενική της λεύγας των λευγών
    αιτιατική τη λεύγα τις λεύγες
     κλητική λεύγα λεύγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεύγα < (άμεσο δάνειο) λατινική leuga

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈle.vɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεύγα
παρώνυμο: λεύκα

Ουσιαστικό

λεύγα θηλυκό

  • (μονάδα μέτρησης)
    1. (ιστορία): αρχαία ρωμαϊκή μονάδα μήκους ίση με 1.500 ρωμαϊκά βήματα
    2. (νεότερο, παρωχημένο) απόσταση 4,452 μέτρων στη ξηρά, τρία ναυτικά μίλια στη θάλασσα
      «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», παλαιότερα, «εἰκοσακισχίλιαι λεῦγαι ὑπὸ τὴν θάλασσαν» (τίτλος μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.