λεύγα
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεύγα | οι | λεύγες |
| γενική | της | λεύγας | των | λευγών |
| αιτιατική | τη | λεύγα | τις | λεύγες |
| κλητική | λεύγα | λεύγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεύγα < (άμεσο δάνειο) λατινική leuga
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈle.vɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λεύ‐γα
- παρώνυμο: λεύκα
Ουσιαστικό
λεύγα θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης)
- (ιστορία): αρχαία ρωμαϊκή μονάδα μήκους ίση με 1.500 ρωμαϊκά βήματα
- (νεότερο, παρωχημένο) απόσταση 4,452 μέτρων στη ξηρά, τρία ναυτικά μίλια στη θάλασσα
- «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα», παλαιότερα, «εἰκοσακισχίλιαι λεῦγαι ὑπὸ τὴν θάλασσαν» (τίτλος μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν)
Μεταφράσεις
λεύγα
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.