ναυαγοσωστικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναυαγοσωστικό | τα | ναυαγοσωστικά |
| γενική | του | ναυαγοσωστικού | των | ναυαγοσωστικών |
| αιτιατική | το | ναυαγοσωστικό | τα | ναυαγοσωστικά |
| κλητική | ναυαγοσωστικό | ναυαγοσωστικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ναυαγοσωστικό < ουδέτερο του επιθέτου ναυαγοσωστικός ως ουσ.
Μεταφράσεις
ναυαγοσωστικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ναυαγοσωστικό
- αιτιατική ενικού του ναυαγοσωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ναυαγοσωστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.