ἐπίμοχθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίμοχθος | τὸ | ἐπίμοχθον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιμόχθου | τοῦ | ἐπιμόχθου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιμόχθῳ | τῷ | ἐπιμόχθῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίμοχθον | τὸ | ἐπίμοχθον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίμοχθε | ἐπίμοχθον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίμοχθοι | τὰ | ἐπίμοχθᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπιμόχθων | τῶν | ἐπιμόχθων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιμόχθοις | τοῖς | ἐπιμόχθοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιμόχθους | τὰ | ἐπίμοχθᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίμοχθοι | ἐπίμοχθᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιμόχθω | τὼ | ἐπιμόχθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιμόχθοιν | τοῖν | ἐπιμόχθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- ἐπίμοχθον (ουδέτερο ως επίρρημα)
- ἐπιμόχθως (επίρρημα)
Πηγές
- ἐπίμοχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.