ἐπίμοχθος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίμοχθος τὸ ἐπίμοχθον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιμόχθου τοῦ ἐπιμόχθου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιμόχθ τῷ ἐπιμόχθ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίμοχθον τὸ ἐπίμοχθον
     κλητική ! ἐπίμοχθε ἐπίμοχθον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίμοχθοι τὰ ἐπίμοχθ
      γενική τῶν ἐπιμόχθων τῶν ἐπιμόχθων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιμόχθοις τοῖς ἐπιμόχθοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιμόχθους τὰ ἐπίμοχθ
     κλητική ! ἐπίμοχθοι ἐπίμοχθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιμόχθω τὼ ἐπιμόχθω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιμόχθοιν τοῖν ἐπιμόχθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἐπίμοχθος < ἐπί- + μόχθ(ος) + -ος

Επίθετο

ἐπίμοχθος, -ος, -ον

Παράγωγα

  • ἐπίμοχθον (ουδέτερο ως επίρρημα)
  • ἐπιμόχθως (επίρρημα)

Συγγενικά

  • ἐπιμοχθέω
  • ἐπιμόχθητος

 και δείτε τη λέξη μόχθος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.