secret
Αγγλικά (en)
Σύνθετα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| secret | secrets |
secret (en)
- το μυστικό, κάτι που το γνωρίζουν μόνο ένας ή λίγοι άνθρωποι και δεν το λένε σε άλλους
- ↪ Can you keep a secret?
- Κρατάς μυστικό;
- ↪ I don’t want her to know our secret.
- Δεν θέλω να ξέρει το μυστικό μας.
- ↪ Can you keep a secret?
- το μυστικό, ο καλύτερος ή ο μοναδικός τρόπος για να πετύχω κάτι
- ↪ What is his secret for success?
- Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του;
- ↪ What is his secret for success?
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- secret < λατινική secretum
Προφορά
- ΔΦΑ : /sə.kʁɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| secret | secrets |
secret (fr) αρσενικό
- το μυστικό
- η μυστικότητα
- διάλυμα νιτρικού υδράργυρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.