μπούστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπούστο | τα | μπούστα |
| γενική | του | μπούστου | των | μπούστων |
| αιτιατική | το | μπούστο | τα | μπούστα |
| κλητική | μπούστο | μπούστα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
μαρμάρινο αρχαιοελληνικό μπούστο, Άλτες Μουζέουμ, Βερολίνο
Ετυμολογία
- μπούστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική busto < λατινική bustum
Ουσιαστικό
μπούστο ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.