προτομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτομή οι προτομές
      γενική της προτομής των προτομών
    αιτιατική την προτομή τις προτομές
     κλητική προτομή προτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτομή < (ελληνιστική κοινή)


Ουσιαστικό

προτομή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.