προτομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προτομή | οι | προτομές |
| γενική | της | προτομής | των | προτομών |
| αιτιατική | την | προτομή | τις | προτομές |
| κλητική | προτομή | προτομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προτομή θηλυκό
- γλυπτική απεικόνιση της κεφαλής και τμήματος του κορμού μιας ανθρώπινης μορφής
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.