bust
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
bʌst
/
Ουσιαστικό
bust
(en)
η
προτομή
το
μπούστο
(
αργκό
)
η
σύλληψη
, η
έφοδος
(
USA
) (
αργκό
) η
αποτυχία
Ρήμα
bust
(en)
(
αργκό
)
συλλαμβάνω
κάποιον, τον
τσακώνω
θρυμματίζω
,
χαλάω
,
καταστρέφω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.