μπουκέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουκέτο | τα | μπουκέτα |
| γενική | του | μπουκέτου | των | μπουκέτων |
| αιτιατική | το | μπουκέτο | τα | μπουκέτα |
| κλητική | μπουκέτο | μπουκέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα μπουκέτο λουλούδια
Ετυμολογία
- μπουκέτο < γαλλική bouquet < παλαιά γαλλική bochet < bois < μεσαιωνική λατινική boscus < φραγκική *busk < πρωτογερμανική *buskaz (θάμνος, αλσύλλιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰuH- (αναπτύσσω, μεγαλώνω)
Ουσιαστικό
μπουκέτο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) η ανθοδέσμη
- (μεταφορικά, αργκό) μπουνιά
- ↪Χτες το βράδυ στο κλαμπ έγινε ένας τσαμπουκάς κι έπεσαν πολλά μπουκέτα, φίλε.
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.