bouquet
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| bouquet | bouquets |
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
bouquet (fr) αρσενικό
- το μπουκέτο, το μάτσο, η δέσμη, η ανθοδέσμη
- η δενδροστοιχία
- το άρωμα, η οσμή ενός κρασιού ή ενός λικέρ
- ↪ le bouquet du vin - το άρωμα του κρασιού
- το τελικό σύνολο βεγγαλικών που κλείνει ένα πυροτέχνημα
- un bouquet final
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.