ανθοδέσμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανθοδέσμη | οι | ανθοδέσμες |
| γενική | της | ανθοδέσμης | των | ανθοδεσμών |
| αιτιατική | την | ανθοδέσμη | τις | ανθοδέσμες |
| κλητική | ανθοδέσμη | ανθοδέσμες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Έξι ανθοδέσμες με διάφορα λουλούδια.
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.θoˈðe.zmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐δέ‐σμη
Συνώνυμα
Πηγές
- ανθοδέσμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.