ανθοδέσμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθοδέσμη οι ανθοδέσμες
      γενική της ανθοδέσμης των ανθοδεσμών
    αιτιατική την ανθοδέσμη τις ανθοδέσμες
     κλητική ανθοδέσμη ανθοδέσμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Έξι ανθοδέσμες με διάφορα λουλούδια.

Ετυμολογία

ανθοδέσμη < ανθο- + δέσμη

Προφορά

ΔΦΑ : /an.θoˈðe.zmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανθοδέσμη

Ουσιαστικό

ανθοδέσμη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.